“Πριν λίγες ώρες ένας ακόμα πολίτης ο συγχωριανός μου ο Βασίλης αυτοκτόνησε. Αυτοπυροβολήθηκε. Στο σημείωμα του άφησε και 40 ευρώ. Τόσα είχε. Να τα πάρει η γυναίκα του να πάει αύριο στο νοσοκομείο να συνεχίσει τη θεραπεία της. Τρία χρόνια απλήρωτος από τον εργολάβο. Δεν μπορούσε να βγει στη σύνταξη απ τα μνημόνια. Όλοι μας και κυρίως οι φορείς αν και ξέραμε δεν βοηθήσαμε. Ο παπάς του χωριού πριν λίγο καιρό σκόρπισε μαζί με τους χορηγούς χιλιάδες ευρώ για τη γιορτή στη μνήμη του αγίου Πορφυρίου που ήταν απ το χωριό μου. Κρέμασε λουλούδια ακόμα και στα γένια του. Αν ένα μικρό ποσό απ αυτά τα λεφτά είχε δοθεί για το Βασίλη ίσως τώρα ήταν ανάμεσα μας“.
Αυτά τα λίγα και συγκλονιστικά έγραψε ο Νίκος Λούκας συντετριμμένος και οργισμένος, όπως φαίνεται από τη γραφή, στο χρονολόγιό του.
Αυτά τα χρόνια ζούμε. Τα παρακολουθούμε, συμβαίνουν δίπλα μας κι εμείς, περιστρεφόμαστε … και πάμε σπίτι μας και ήσυχοι κοιμόμαστε.
“Περιστρεφόμαστε…
κι εσύ κι εγώ κι οι άλλοι
περιστρεφόμαστε αναπνέοντας αιθάλη
περιστρεφόμαστε και κοιταζόμαστε
λέμε η ζωή δεν είναι αυτή που ονειρευόμαστε..
λέμε τι κρίμα διαρκώς να σκοτωνόμαστε
και αναλόγως ο καθένας βολευόμαστε
και πάμε σπίτι μας και ήσυχοι κοιμόμαστε
και περιστρεφόμαστε
κι εσύ κι εγώ κι οι άλλοι
κι όμως κοιμόμαστε με ήσυχο κεφάλι.
Περιστρεφόμαστε στου κόσμου την αυλή
κάτω απ την τέντα του γαλάζιου ουρανού μας
κι έχουμε γίνει ο καθένας μια απειλή
μιά απειλή του φουκαρά του διπλανού μας
και κοιταζόμαστε..
λέμε ο κόσμος είναι ζούγκλα ε;
μη γελιόμαστε
κλαίμε λιγάκι όταν κάπως συγκινιόμαστε
στο “δε βαριέσαι”τελικά παραδινόμαστε
και πάμε σπίτι μας και ήσυχοι κοιμόμαστε
και περιστρεφόμαστε και κλαίνε τα πουλιά
στις παρυφές καθώς γυρίζουνε των λόφων
για μας που ήσυχοι αλλάζουμε φιλιά
στην εποχή των περιστρόφων…”