Είναι διαδεδομένη η πεποίθηση ότι οι ατομικές προσπάθειες «καλυτέρευσης» αποτελούν το κύριο όχημα «καλυτέρευσης» της κοινωνίας, πράγμα που είναι και το κοινό ζητούμενο. Αυτό που εξυπονοείται με την παραπάνω θέση, η οποία και αποτελεί το θεμέλιο για τη δικαιολόγηση της ιδιωτείας, είναι ότι αν σε μια κοινωνία αθροίσουμε όλες τις ατομικές καλυτερεύσεις, τότε αυτόματα θα επέλθει και η συνολική καλυτέρευση της κοινωνίας, μιας και φαντάζει αυτονόητο να θεωρήσουμε την κοινωνία σαν το απλό άθροισμα των ατόμων που την συγκροτούν.
Στο σημείο όμως αυτό θα ήθελα να παραθέσω κάποιες σκέψεις. Η πρώτη σκέψη / αντίρρηση έχει να κάνει με το κατά πόσον οι κοινωνίες είναι όντως το άθροισμα των μελών τους, ενώ η δεύτερη, με το τι ακριβώς εννοούμε «καλυτέρευση».
Σχετικά, με το πρώτο σημείο η άποψή μου είναι ότι οι κοινωνίες αποτελούν οντότητες πολύ διαφορετικές από το μέσο όρο των χαρακτηριστικών των ατόμων που τις απαρτίζουν. Και τούτο, διότι κάθε κοινωνία χαρακτηρίζεται από «ποιότητες» οι οποίες αναφέρονται στο συλλογικό και οι οποίες δεν θα ήταν δυνατόν ν’ ανθίσουν σε ατομικό επίπεδο. Πάρτε για παράδειγμα τη θρησκεία και τη γλώσσα. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος θεσμός δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν έξω και πριν από την κοινωνική συγκρότηση των ατόμων. Με το ίδιο σκεπτικό επίσης δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν και κοινωνικές αλλαγές, με επαναστατικό ή μη τρόπο, χωρίς συλλογική δράση, χωρίς δηλαδή το συντονισμό των προσπαθειών πολλών υποκειμένων προς ένα επιθυμητό σκοπό. Σκοπό όμως, ο οποίος άπαξ και επιτευχθεί θα πρέπει να αποκρυσταλλώνεται σε πολιτικούς θεσμούς. Η συλλογική δράση με στόχο την αλλαγή ή βελτίωση των θεσμών ονομάζεται Πολιτική.
Δηλαδή προϋποθέσεις για κοινωνική αλλαγή αποτελούν α) η συλλογική δράση και β) η αποτύπωση των αποτελεσμάτων της δράσης αυτής σε νέους θεσμούς οι οποίοι πλέον θα νομιμοποιούνται να ρυθμίζουν την κοινωνία από εδώ και πέρα με τρόπο σύμφωνο των σκοπών για τους οποίους συνεργάστηκαν, συντονίστηκαν και έδρασαν τα άτομα. Οι θεσμοί δεν αλλάζουν από μόνοι τους, χωρίς δηλαδή συλλογική δράση και συμμετοχή. Και αντίστροφα, αν η συλλογική δράση δεν πετύχει τους σκοπούς της, τότε δεν αλλάζουν και οι θεσμοί. Μιλάμε πάντα για ουσιαστικές δημοκρατίες.
Ας υποθέσουμε τώρα, ότι κάθε άτομο χωριστά επιδιώκει να «βελτιώσει» τον στενό ατομικό του πυρήνα σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες. Στην περίπτωση αυτή οι ατομικές δράσεις δεν έχουν καμία επίδραση επί των κοινωνικών θεσμών, για το λόγο ότι δεν υπάρχει συντονισμός και ο καθένας δρα μόνος του. Με τις ατομικές δράσεις αυτό που επιτυγχάνουν τα άτομα είναι να προσαρμόζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και τον υπάρχοντα τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας, πράγμα εντελώς θεμιτό για το ατομικό ευ ζην, αλλά χωρίς προοπτικές ουσιαστικής κοινωνικής αλλαγής, εάν υπάρχει ανάγκη.
Και για να μη γίνει καμιά παρεξήγηση, εδώ δεν εξυποννοώ τη χριστιανική ή κάποιου άλλου είδους ηθική που εκπηγάζει από θρησκευτικά συστήματα, αλλά εννοώ οποιοδήποτε κανονιστικό σύστημα που εφαρμόζεται για να ρυθμίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά και το οποίο σύστημα μπορεί να παράγεται από ένα σύνολο νομιμοποιητικών αρχών. Για παράδειγμα, η ιουδαίο-χριστιανική ηθική νομιμοποιείται με αποκαλυπτικό τρόπο από τον Μωσαϊκό Νόμο, ενώ το ηθικό σύστημα του Kant είναι βασισμένο στην κατηγορική προσταγή, δηλ. «πράττε με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε η πράξη σου να μπορεί να καταστεί καθολικός νόμος» και «να χρησιμοποιείς τον άλλον όχι σαν μέσο, αλλά σαν σκοπό».