Το 1864, ο ιταλός Σερπιέρι ιδρύει την “Roux – Serpieri – Fressynet C.E.” και παίρνει την άδεια εκμετάλλευσης των μεταλλείων εκμεταλλευόμενος και τον ισχύοντα νόμο της εποχής που προσέφερε πλήρη απαλλαγή απόδοσης φόρου στο δημόσιο από τον «επενδυτή».
Η ιδιοκτησία κατασκευάζει χαμόσπιτα σπίτια για τους εργάτες, χτίζει εκκλησίες, αστυνομικό τμήμα και υπηρεσίες στοιχειώδους περίθαλψης προκειμένου να χειραγωγήσει τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Παράλληλα δημιουργεί ένα μικρό ιδιωτικό στρατό φυλάκων της εργοδοσίας που εκτελούσαν ασύδοτοι αστυνομικά καθήκοντα τρομοκρατώντας ανελέητα τους εργαζόμενους. Οι εργάτες εργάζονται 12ωρα κάτω από άθλιες στην κυριολεξία συνθήκες. Το 1896, χρονιά της μεγάλης απεργίας στην Καμάριζα ο μέσος όρος ζωής στα ορυχεία φτάνει τα 21,5 χρόνια.
Κυβερνητικός επίτροπος (Γεώργιος Αναστασόπουλος, ό.π., τ. Β΄ σ. 695), το 1892 αναφέρει 36 θανατηφόρα ατυχήματα. O ιστορικός Γιάννης Κορδάτος αναφέρει ότι η εταιρία «είχε φτιάσει το δεύτερο πάτωμα της Καμάριζας πλάι στη μηχανή, μια μαρμαρένια κάμαρα, κι εκεί κρύβονταν τα πτώματα των σκοτωμένων από τα φουρνέλα και τα βουλιμέντα. Τη νύχτα ο καροτσέρης Κάλιος Μάνθος, από τους σπιτικούς του Σερπιέρη, μαζί με άλλους πιστούς της Εταιρείας, βγάζανε κρυφά τα πτώματα και τα πήγαιναν και τα παράχωναν στα πεύκα του Άη Κωνσταντίνου».
Η οργή που σιγοκαίει στα καταπονημένα στήθια τους δεν αργεί να φουντώσει και να κορυφωθεί. Ξημερώματα της 8ης Απριλίου 1896, 1.800 εργάτες ανέβηκαν βαθιά μέσα από τα έγκατα της Λαυρεωτικής γης, από το βάθος των 182 μέτρων ακολουθώντας τα πολυδαίδαλα μονοπάτια του μεταλλευτικού φρέατος, τις στοές που είχαν σκάψει με τα χέρια τους κι είχαν ποτίσει με αίμα και ιδρώτα, έκλεισαν όλα τα περάσματα, περικύκλωσαν το χώρο και κήρυξαν απεργία.
Οι φύλακες της εργοδοσίας, πληρωμένα καθάρματα στη δούλεψη των αφεντικών, ανοίγουν πυρ με τα όπλα τους. Οι εργάτες Βασιλακόπουλος και Καραφλιάς πέφτουν πρώτοι νεκροί.
Το δίκιο του αγώνα μπήκε μπροστά. Η εργατική οργή κορυφώθηκε. Όπως αριστουργηματικά αφηγείται στον «Επιτάφιο» 40 χρόνια αργότερα το 1936 ο Γιάννης Ρίτσος « Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα – μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –». Οι εργάτες κατέλαβαν τα γραφεία της εταιρίας και με τους δυναμίτες της δουλειάς που άνοιγαν τις στοές τα τίναξαν στον αέρα μαζί με τους μπιστικούς που τα φύλαγαν κι είχαν ανοίξει πυρ εναντίον τους. Ο Σαλπιέρι κατάφερε να διαφύγει ντυμένος παπάς …
Η αστυνομία της εποχής πιστή «στο καθήκον» και τις εντολές της πολιτικής ηγεσίας του κράτους των αφεντικών, προσέτρεξε ασθμαίνουσα να υπερασπίσει «τα δίκια» των τελευταίων. Μαζί κι ο στρατός. Τέσσερις εργάτες συνολικά νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες.
Μετά από 14 ημέρες, στις 21 του Απρίλη, η βία από στρατό και την αστυνομία τερμάτισε βίαια την απεργία υπέρ των συμφερόντων του αφεντικού, του Ιταλού Σαλπιέρι. Στη περιοχή εγκαταστάθηκε στρατιωτικό σώμα μετατρέποντάς την σε μια μεγάλη φυλακή καταναγκαστικών έργων…
ΤΙ ΖΗΤΟΥΣΑΝ ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΑΠΕΡΓΟΙ
- Αύξηση του μεροκάματου κατά μια δραχμή. Αυτή τα δραχμή την κέρδισαν με το αίμα τους. Το μεροκάματο ανέβηκε από τις 2,5 στις 3,5 δραχμές της εποχής. Όλα υα υπόλοιπα αιτήματα δεν ικανοποιήθηκαν ποτέ.
- Κατασκευή νοσοκομείου ή φαρμακείου στην Καμάριζα, / μεταφορά στο νοσοκομείο όταν τραυματίζονταν. Πέθαιναν πάντα περιμένοντας τη βοήθεια που δεν ερχόταν …
- Διάθεση σούστας στους εργάτες για τη μεταφορά των τραυματιών από τα καθημερινά εργατικά ατυχήματα.
- Οικήματα για να αντικαταστήσουν τις καλύβες που στεγάζονταν οι μεταλλωρύχοι.
- Δημιουργία καταστήματος τροφίμων στην περιοχή.
- Κατάργηση των εργολάβων. Οι εργολάβοι/ μεσάζοντες, έπαιρναν τα έργα τμηματικά από την εταιρία και εκμεταλλεύονταν τους εργάτες προσφέροντας ψίχουλα.
Έναν αιώνα και 21 χρόνια από τότε, σήμερα, μετράμε καθημερινά εργάτες που χάνουν τη ζωή τους στις σύγχρονες φάμπρικες, θύματα της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και της απληστίας κάθε αφεντικού για κέρδη, ελέω του κράτους που συνεχίζει να υπηρετεί αδιάλειπτα τα συμφέροντά τους. Η μεγαλειώδης εργατική εξέγερση του Λαυρίου μπορεί να θάφτηκε τότε, όπως και κάθε παλαιότερη ή νεότερη εξέγερση, αλλά οι σπόροι ετούτοι στο χώμα ποτισμένοι με το αίμα της εργατικής τάξης περιμένουν ζωντανοί να ανθίσουν και να καρπίσουν, όπως εύστοχα και προφητικά λέει ο ποιητής, … «και τι δεν κάνατε για να με θάψετε όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος».