Την ύψιστη ύβριν, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, διέπραξε ο Μανώλης Γλέζος με τον τρόπο που επέλεξε να αποτίσει φόρο τιμής στον αποθανόντα Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Δε θα σχολιάζαμε, βέβαια, τη… σόλο εμφάνισή του στο σπίτι των Μητσοτάκηδων, μ’ ένα κόκκινο γαρύφαλο στο χέρι. Την προσωπική του προβολή επιδιώκει σε ό,τι κάνει, γι’ αυτό και επέλεξε τον διαχωρισμό από τους υπόλοιπους αστούς πολιτικούς. Ούτε αναφερόμαστε σ’ αυτό καθαυτό το γεγονός της απότισης φόρου τιμής στον Μητσοτάκη, γιατί ο Γλέζος την προσωπική αγωνιστική του ιστορία την έχει κυλήσει στη λάσπη εδώ και πολλά χρόνια, οπότε η συγκεκριμένη κίνηση δεν μας εξέπληξε (όπως δεν μας εξέπληξε και η παρουσία του Κουτσούμπα στη μητρόπολη). Δε θα επιτρέψουμε σε κανέναν, όμως, να διαστρεβλώνει την Ιστορία και να αποπατεί πάνω στη μνήμη των νεκρών αγωνιστών.
Παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την Ιλιάδα («Αφρήτωρ, αθέμιστος, ανέστιος έστιν εκείνος, ος πολέμου έραται επιδημίου οκρυόεντος» – Ακοινώνητος, άγριος και άπατρις είναι αυτός που τον εμφύλιο πόλεμο αγαπά), το οποίο -καταπώς το συνηθίζουν οι πολιτικοί απατεώνες- απέσπασε από το ιστορικό του πλαίσιο και από κάθε επιστημονική ερμηνεία, χρησιμοποιώντας το με εργαλειακή προστυχιά, ο Γλέζος συνέχισε ως εξής τον υπέρ Μητσοτάκη γραπτό δεκάρικό του: «Πιστός στο αξίωμα αυτό ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπήρξεν ο πρωτουργός να αποφευχθεί και να μην υπάρξει εμφύλιος πόλεμος στην Κρήτη, στη διάρκεια της κατοχής. Oποια αντίθεση και αν έχεις μαζί του, οφείλεις να του το αναγνωρίσεις».
Στο προηγούμενο φύλλο της «Κόντρας» αναφέρθηκαν εν συντομία κάποια στοιχεία για τον ρόλο του Μητσοτάκη κατά την κατοχή και στη συνέχεια. Επανερχόμαστε, γιατί είναι ντροπή να γράφονται τέτοια πράγματα για τον άνθρωπο που πρωταγωνίστησε στο ξεκλήρισμα των καλύτερων παιδιών της Δυτικής Κρήτης. Ο Μητσοτάκης ήταν ο πολιτικός εγκέφαλος και ο Γύπαρης ήταν ο εκτελεστικός βραχίονας του δολοφονικού οργίου που ακολούθησε αμέσως μετά την απελευθέρωση και είχε προετοιμαστεί στη διάρκεια της κατοχής, όταν οι Αγγλοι είδαν πως στα Χανιά κυριαρχούσε το ΕΑΜ (με 90%, όπως ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχει γράψει). Ο Μητσοτάκης στην αυτοβιογραφία του χαρακτηρίζει τον εαυτό του «πολιτικό καθοδηγητή» του Γύπαρη και μάλλον είναι από τις λίγες φορές που έχει πει αλήθεια.
Ο μονόπλευρός εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε πριν ακόμα από τη λήξη του Β’ παγκόσμιου πολέμου και ενόσω οι ναζί κατακτητές είχαν μεν αποχωρήσει από την Ελλάδα, παρέμεναν όμως στα Χανιά, λόγω της στρατηγικής σημασίας που είχε η Σούδα, αλλά και επειδή οι Αγγλοι τους το επέτρεπαν, γιατί σ’ εκείνη τη φάση δε φοβούνταν τους Γερμανούς, αλλά το ΕΑΜ που ήταν κυρίαρχο στα Χανιά. Ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ πολιορκούν τους ναζί που έχουν ταμπουρωθεί στα Χανιά, αλλά ο «φρούραρχος» Γύπαρης με τους κατσαπλιάδες του της «Εθνικής Αντάρτικης Ταξιαρχίας» χτυπούν το ΕΑΜ! Οι Γερμανοί φεύγουν, αλλά οι Γυπαραίοι ανοίγουν πυρ κατά των ΕΑΜιτών, σκοτώνοντας την Αναστασία Γιαννικάκη και τραυματίζοντας άλλους δεκαεφτά. Στις προκηρύξεις της ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωσις Κρήτης) οι αγωνιστές του ΕΑΜ χαρακτηρίζονται «πράκτορες του τροτσκισμού και του βουλγαρικού κομιτάτου» και ο διοικητής του ΕΛΑΣ στην Κρήτη «τερατόμορφος ρουμανόβλαχος»!
Στις συνθήκες της απελευθέρωσης, στα Χανιά αναπτύσσονται μαζικοί και μαχητικοί αγώνες. Ο άνθρωπος των Αγγλων, Μητσοτάκης, που το 1946 έχει εκλεγεί για πρώτη φορά βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, καταγγέλλει από τον περιβόητο «Κήρυκα» την «πλήρην συνθηκολόγησιν του επισήμου κράτους ενώπιον της κομμουνιστικής βίας». Ο Γύπαρης, που έχει επίσης εκλεγεί βουλευτής των Φιλελευθέρων, υπερθεματίζει, από τον «Κήρυκα» επίσης, με τη δική του γλώσσα: «Ο προαιώνιος εχθρός Βούλγαρος επέρχεται σαρκάζων εις χώρας Ελληνικάς. Οι δυνάσται των Ελασιτών Κουκουέδες Βούλγαροι εμίσησαν και της πατρίδος την δόξαν καθώς εφθόνησαν και τους Ελληνας πατριώτας. Κακοί Ελληνες, οι οποίοι εξασκείτε την Σλαυϊκή προπαγάνδα». Ξαμολάει τους συμμορίτες του που δέρνουν, απειλούν με πιστόλια, καταστρέφουν εφημερίδες και τυπογραφεία. Ο Ρούσος Τσιγκουνάκης είναι ο πρώτος νεκρός, δολοφονημένους από «αγνώστους». Ακολουθούν ο Ευτύχης Παλήκαρης, ο Γιώργης Παπουτσάκης και ο Γιώργος Σταματάκης. Οι Φιλελεύθεροι, που προηγουμένως εμφανίζονταν διαχασμένοι ανάμεσα σε φιλο-εαμικούς (μειοψηφία) και αντι-εαμικούς, συνασπίζονται σε μια συμπαγή αντι-εαμική μάζα, μετά από τοποθέτηση του κληρονομικώ δικαίω αρχηγού του κόμματος Σοφοκλή Βενιζέλου, τον οποίο πιέζει ο ανιψιός του Μητσοτάκης να πηγαίνει ολοένα και πιο δεξιά.
Ο Γύπαρης, σε στενή συνεργασία με τον Μητσοτάκη, έχει σχηματίσει το σώμα των χωροφυλάκων «άνευ θητείας». Επιτίθενται σε γραφεία του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, της εφημερίδας «Δημοκρατία». Λόγω της μαζικής τρομοκρατίας, σχηματίζονται οι πρώτες ομάδες καταδιωκόμενων αγωνιστών, που σε λίγους μήνες συγκρότησαν τον Δημοκρατικό Στρατό στην Κρήτη. «Αλλος δρόμος δεν υπήρχε», όπως είναι ο εύστοχος τίτλος του βιβλίου που άφησαν δύο από τους αντάρτες εκείνης της περιόδου (έγινε και ντοκιμαντέρ από τον Σταύρο Ψυλλάκη). Οταν πέθανε ο Γύπαρης το 1966, ο Μητσοτάκης έγραψε ότι «η συμβολή του εις την διάλυσιν των εαμικών σωμάτων υπήρξε σημαντική»! Ο ίδιος ο… κεντρώος και… ειρηνόφιλος Μητσοτάκης χαρακτηρίζει τον εμφύλιο πόλεμο «συμμοριτοπόλεμον».
Παρά τα αυστηρά κρητικά έθιμα, η τρομοκρατία των μοναρχοφασιστών (μάλλον φιλελευθεροφασίστες θα έπρεπε να ονομάζουμε αυτούς της Κρήτης) δε διαφέρει ούτε στη μορφή από την τρομοκρατία στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στη γέφυρα του Κλαδισού, στη νοτιοδυτική είσοδο των Χανίων, κρεμιούνται τα σώματα (καμιά φορά μόνο τα κεφάλια) αγωνιστών και ο λαός καλείται να περνάει και να τα φτύνει! Αυτό συνεχίζεται και μετά την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού από το Γράμμο και το επίσημο τέλος του εμφύλιου πολέμου. Κυνηγούν τους τελευταίους αντάρτες που απέμειναν στα Λευκά Ορη με σκοπό να τους εξοντώσουν όλους. Τρομοκρατούν τον ορεινό ποιμενικό πληθυσμό που εξακολουθεί να σέβεται τις κρητικές παραδόσεις και να παρέχει ψωμί και άσυλο στους κυνηγημένους αντάρτες. Η μακάβρια τελετουργία του Κλαδισού συνεχίζεται και μετά τη στρατιωτική νίκη του μοναρχοφασισμού στον Γράμμο. Ιδού πώς ο Μίκης Θεοδωράκης περιγράφει στο βιβλίο του «Δρόμοι του Αρχάγγελου» την επιστροφή του από τη Μακρόνησο στα Χανιά, στα τέλη του 1949:
«Οταν πλησιάζαμε στην γέφυρα του Κλαδισού, για να μπεις στα Χανιά, ένας χωροφύλακας μας έκανε σήμα να σταματήσουμε και να παρκάρουμε πίσω από την ουρά παρκαρισμένων λεωφορείων και αυτοκινήτων, που είχαν στηθεί στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Μας διέταξε να βγούμε έξω. Ο θείος του είπε “Τμηματάρχης της Γενικής Διοικήσεως“. Ομως ο χωροφύλακας χωρίς να εντυπωσιαστεί από το αξίωμα, θα έλεγα ζοχαδιασμένος, του λέει “Κι ο Παπάγος να ‘σουνα το ίδιο μου κάνει. Θα βγείτε όλοι για να δείτε όλοι“. Μια ουρά από χωριάτες και χωριάτισσες κάπου διακόσια μέτρα μάκρος, είχε σχηματιστεί και βάδιζε αργά προς τον Κλαδισό. Εκεί είχαν κρεμάσει τον καπετάν Γιώργη, τον φόβο και τον τρόμο της Χωροφυλακής και γενικότερα των “εθνικών δυνάμεων“ της περιοχής. Είχαν φτιάξει ένα είδος κρεμάστρας, με χοντρά κλαδιά από δέντρα κι από εκεί κρέμονταν σαν σφαχτάρια οι σκοτωμένοι αντάρτες και αντάρτισσες. Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, όλοι όσοι έμπαιναν κι όσοι έβγαιναν από τα Χανιά και που θα περνούσαν υποχρεωτικά τη γέφυρα, θα έπρεπε να παρελάσουν μπροστά στους κρεμασμένους για “να δουν“. Πλάι στον καπετάν-Γιώργη είχαν κρεμασμένη τη Δασκάλα – έτσι ήταν το αντάρτικο ψευδώνυμό της. Αυτή την είχαν κρεμάσει ανάποδα. Ετσι που φαίνονταν η μαύρη κιλότα της. Η άσπρη κοιλιά της και ο αφαλός της που είχε τριχίτσες. Τα δυο βυζιά της είχαν πέσει στους ώμους απ’ τις δυο πλευρές του προσώπου που ήταν παράξενο να το βλέπεις ανάποδα. Είχε τα μάτια ολάνοιχτα, μαύρο χρώμα. Κάτασπρη κόρη. Κι όπως σε κοίταζαν ανάποδα, σου έρχονταν να οπισθοχωρήσεις, αυθόρμητα. Σαν να σε πρόσταζαν: “Τι κάθεσαι προχώρα!“. Πιο πέρα, άλλοι δυο αντάρτες κρεμασμένοι κανονικά. Δυο παιδιά θα ‘λεγες δεκαέξι χρονών το πολύ. Ο ένας χαμογελούσε. Ομως και οι δύο είχαν πολλές και βαθιές πληγές από όπου έσταζε αίμα. Σημάδι ότι τα βασάνισαν και τα σκότωσαν εκείνο το πρωί. Πλάι στον κάθε κρεμασμένο δεξιά ζερβά ήταν τοποθετημένοι στρατιώτες με πλήρη εξάρτυση. Αλλοι είχαν ύφος αδιάφορο κι άλλοι φάνηκαν θλιμμένοι. Ομως οι περισσότεροι κοίταγαν καλά στα μάτια όσους περνούσαν από μπροστά σαν να ήθελαν να μαντέψουν τι σκέπτονται. Οι πιο πολλοί, κυρίως χωριάτες κοίταζαν τους νεκρούς με τρόμο. Κάπου κάπου βρίσκονταν κανένας να βρίσει να φτύσει τους νεκρούς. Το έκαναν από φόβο ή από μίσος; Ο χωρικός που ήταν ακριβώς μπροστά μας, έσβησε το τσιγάρο του στον αφαλό της Δασκάλας. Μύρισε καμένο κρέας. Γέλασε με το κατόρθωμά του στον φρουρό, όμως αυτός τον αγριοκοίταξε. Καθώς περνούσα με την σειρά μου μπροστά στους σκοτωμένους σκεπτόμουν μονάχα μια λέξη “Εκδίκηση“. Τίποτα άλλο».
Η Δασκάλα ήταν η Βαγγελιώ Κλάδου, αν και μάλλον ο Θεοδωράκης δε θυμάται καλά όλο το σκηνικό (ή το μπερδεύει με άλλο), γιατί το σώμα της κρεμάστηκε στον Κλαδισό ακέφαλο. Το κεφάλι το είχαν κόψει οι «Γυπαραίοι» και το περιέφεραν στα χωριά. Η εκδίκηση, που κυρίευε τη σκέψη του νεαρού Θεοδωράκη το 1945, μετατράπηκε μετά από 45 χρόνια σε συμμετοχή του ως υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Μητσοτάκη! Ομως η διήγησή του γι’ αυτό που αντίκρισε στα τέλη του 1949 στη γέφυρα του Κλαδισού, στον κισσαμίτικο δρόμο προς τα Χανιά, διατηρεί την ιστορική της αυθεντικότητα, ανεξάρτητα από τη μετέπειτα πολιτική κατάντια του διηγούμενου.
Αυτά ήταν κάποια από τα «κατορθώματα» του… ειρηνοποιού Μητσοτάκη. Οι άνθρωποί του δε σέβονταν ούτε τους νεκρούς, ούτε τις γυναίκες. Σκύλευαν τα νεκρά σώματα των αγωνιστών, ανδρών και γυναικών. Και για να ξέρουμε για τι αγωνιστές μιλάμε, δυο λόγια μόνο για τη Βαγγελιώ Κλάδου, την κομμουνίστρια δασκάλα από τ’ Ανώγεια του Ρεθύμνου.
Γεννήθηκε το 1919, ένα χρόνο μετά τον Μητσοτάκη. Ολόκληρο το σόι της -κι όχι μόνο η φτωχή οικογένειά της με τα έξι παιδιά- «σφίχτηκε» για να καταφέρει να την σπουδάσει. Τέλειωσε την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία με άριστα και το Σεπτέμβρη του 1940 διορίστηκε δασκάλα σ’ ένα χωριό του Ρεθύμνου. Ηταν πάνω στο δρόμο που ακολουθούσαν οι βρετανοί και έλληνες αξιωματικοί προς τον κρητικό Νότο, απ’ όπου τους έπαιρναν τα υποβρύχια για την Αίγυπτο. Η βοήθεια στη φυγάδευσή τους ήταν η πρώτη συμμετοχή της στην Αντίσταση. Οργανώθηκε στο ΕΑΜ, όπου ξεχώρισε αμέσως για τις οργανωτικές ικανότητες και το θάρρος της. Το 1944 πέρασε στην παρανομία και έγινε αντάρτισσα, στέλεχος του ΕΛΑΣ Ρεθύμνου, με πολιτικό καθοδηγητή τον ανωγειανό κομμουνιστή Γιώργη Σμπώκο. Εγινε μέλος του ΚΚΕ και σύντομα εκλέχτηκε στο Γραφείο Περιοχής του κόμματος.
Στην απελευθέρωση δεν υπογράφει δήλωση νομιμοφροσύνης και δεν επαναπροσλαμβάνεται ως δασκάλα. Στέλνεται στα Χανιά όπου δουλεύει ως στέλεχος του κόμματος. Συλλαμβάνεται ως «πρωταίτια» -μαζί με δύο ακόμα κομμουνιστές- για την οργάνωση της μεγάλης παναγροτικής απεργίας του Μάρτη του 1946, που παραλύει την Κρήτη. Βγαίνει απόφαση εκτόπισής της, αλλά η άμεση κινητοποίηση του χανιώτικου λαού τη γλιτώνει (για κάτι τέτοια κατήγγελε ο Μητσοτάκης την «πλήρην συνθηκολόγησιν του επισήμου κράτους ενώπιον της κομμουνιστικής βίας»). Ενα χρόνο αργότερα, καθώς η τρομοκρατία των Μητσοτάκη-Γύπαρη κορυφώνεται, η Βαγγελιώ περνάει στην παρανομία και στη συνέχεια στον ΔΣΕ. Ως καπετάνισσα συμμετέχει σε όλες τις μάχες, μέχρι και την τελευταία, τη μεγάλη μάχη στο φαράγγι της Σαμαριάς, μετά την οποία ο αποδεκατισμένος ΔΣΕ σπάει σε μικρά τμήματα. Στα τέλη του Οκτώβρη του 1948, σκοτώνονται το μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ Γιώργης Τσιτήλος και ο γραμματέας της Νομαρχιακής του κόμματος Δημήτρης Μακριδάκης. Η Βαγγελιώ είναι το τελευταίο επιζόν μέλος του Γραφείου Περιοχής και αναλαμβάνει την ηγεσία του κόμματος. Στις 6 Δεκέμβρη του 1949 γράφεται ο επίλογος της σύντομης ζωής της. Στα 30 της χρόνια πέφτει νεκρή από τα μοναρχοφασιστικά βόλια, φτιάχοντας με το σώμα της τείχος για να διαφύγουν οι σύντροφοί της.
Η Αργυρώ Κοκοβλή, συντρόφισσά της και παρούσα στο θάνατό της, περιγράφει:
«Ξεκινήσαμε από τους πρόποδες του βουνού, από τις Καρές του Αποκορώνου. Είμασταν έξι. Η Μαρία (σ.σ.: ψευδώνυμο της Βαγγελιώς Κλάδου στον ΔΣΕ), ο Μήτσος Τσαγκαράκης, ο Βάνιας Παντελίδης, ο Λευτέρης Ηλιάκης, ο Νίκος Κοκοβλής και εγώ. Προορισμός μας η σπηλιά στα Ανυφαντοχάλαρα που δεν την γνώριζαν παρά ελάχιστοι. Εκεί θα κάναμε σταθμό, πριν φύγουμε γι’ αλλού. Περπατήσαμε ολόκληρη νύκτα, μέσα σε παγωνιά και βροχόνερο. Τα ξημερώματα βρήκαμε τη σπηλιά. Λίγο αργότερα έπεσε πυκνή ομίχλη και τότε σκεφθήκαμε ν’ ανάψουμε μια μικρή φωτιά και να βράσουμε λίγο αλεύρι που είχαμε, να φάμε κουρκούτι. Ξαφνικά η ομίχλη διάλυσε. Σ’ αυτό το διάστημα φαίνεται πως μας είδαν από το απόσπασμα. Αμέσως μετά η ομίχλη έπιασε και πάλι πυκνότερη. Αυτό βοήθησε τους άνδρες του αποσπάσματος που πλησίασαν κάνοντας κλοιό γύρω από τη σπηλιά. Μεσημέρι πια αποφάσισε ο Λευτέρης Ηλιάκης να πάει να φέρει νερό από μια πηγή. Εξω βρισκόταν και ο Βάνιας σκοπός. Στα 10-15 μέτρα βρέθηκαν μπροστά στους άνδρες του αποσπάσματος. Ο Βάνιας άρχισε να πυροβολεί. Πεταχτήκαμε έξω από τη σπηλιά και οι υπόλοιποι. Με την πρώτη ή την δεύτερη σφαίρα από το απόσπασμα τραυματίσθηκε στο χέρι η Μαρία. Τότε ζήτησε να την σκοτώσουμε και ταυτόχρονα έδωσε στόχο στις σφαίρες, που την βρήκαν και την άφησαν νεκρή. Λίγο μετά τραυματίστηκε και ο Τσαγκαράκης που δυο ώρες αργότερα πέθανε εκεί. Εμείς συνεχίσαμε μέχρι που νύχτωσε και τότε μπορέσαμε να περάσουμε από τη μοναδική δίοδο, ανάμεσα από τις σφαίρες και τους άνδρες του αποσπάσματος. Πίσω έμεινε και ο Ηλιάκης που είχε βρεθεί σε ένα βαθύ λάκκο κρυμμένος. Φύγαμε αφήνοντας τους δυο συντρόφους πίσω νεκρούς».
Στη μνήμη τέτοιων αγωνιστών αποπατεί ο Γλέζος, υπηρετώντας την υστεροφημία του όχι ως αγωνιστής της Αντίστασης, αλλά ως αστός πολιτικός. Οσο για τον Κ. Μητσοτάκη, που μάλλον δε θα μας ξαναπασχολήσει, ο «πατριωτισμός» του περιγράφεται εναργώς από κάποιον… υπεράνω υποψίας. Στο βιβλίο του με τίτλο «Το Κρυφτό», ο Αλεξάντερ «Ξαν» Φίλντινγκ (Ινδία 1918 – Παρίσι 1991), πράκτορας της Υπηρεσίας Εκτέλεσης Ειδικών Επιχειρήσεων (SOE) στην Κρήτη, τη Γαλλία και την Απω Ανατολή στη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου, έγραψε:
«Ο Μάρκος Σπανουδάκης έδειχνε κομψός και πολιτισμένος όπως πάντα –το ίδιο και οι δυο σύντροφοί του, τους οποίους μέχρι τότε γνώριζα μόνο εξ ακοής: ο Μιχάλης Μποτωνάκης και ο Κώστας Μητσοτάκης. Αυτοί οι τρεις, μαζί μ’ έναν πανέξυπνο νεαρό έφεδρο αξιωματικό, τον Μανούσο Μανουσάκη, ήταν οι στυλοβάτες του δικτύου μου στα Χανιά. Αν ήξερα πόσο σημαντικό ρόλο επρόκειτο να παίξει ο Μητσοτάκης στη μεταπολεμική ζωή της Ελλάδας, θα τον είχα προσέξει περισσότερο, αλλά ήμουν τόσο εξαντλημένος από την εικοσάωρη πορεία μου ώστε μόλις κατάφερνα να κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά».
Μπορεί ο πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις να μην είχε δώσει προσοχή στον Μητσοτάκη, γιατί… νύσταζε όταν τον συνάντησε, ο Μητσοτάκης πάντως δεν παρέλειψε να φωνάξει τον πράκτορα το 1991 και να τον παρασημοφορήσει, στις εκδηλώσεις για τα 50 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης. «Ομοιος ομοίω αεί πελάζει», όπως θα έλεγε και ο αρχαιολάτρης Μανώλης Γλέζος.
Πέτρος Γιώτης
Σημείωση: Ο βασικός καμβάς αυτού του σημειώματος προέρχεται από συζητήσεις, πριν από πολλά χρόνια, με τον αείμνηστο σύντροφό μας Ρούσσο Μπολουδάκη, καπετάνιο της πρώτης ανταρτοομάδας του ΕΛΑΣ στα Λευκά Ορη, κρατούμενο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ματχάουζεν, αντάρτη του ΔΣΕ. Οι πληροφορίες που πλαισίωσαν αυτόν τον καμβά αντλήθηκαν από πληθώρα πηγών στο Διαδίκτυο.
Το ποίημα της χανιώτισσας ποιήτριας Βικτωρίας Θεοδώρου για τη διαπόμπευση της ηρωίδας Βαγγελιώς Κλάδου είναι από τη συλλογή Βορεινό Προάστιο (ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Γαβριηλίδης Αθήνα, 2008, σελ. 70 – 71).
Βικτωρία Θεοδώρου
ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Επάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη
τ΄άσπρα της χέρια σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια
σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη
κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει
και σκουπισμένο τον αφήνει απ΄ τ΄ αγκαθόξυλα
για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,
όσοι την παν νεκροί να την πομπέψουνε
στου Κλαδισού την ποταμιά.
Θανάτου αέρας σήκωσε τα σωθικά της
ξωπίσω της πολλοί, κι αδέλφια ακόμα, τηνε περιγελούν
και την πρησμένη της κοιλιά κεντούν μ΄ ένα καλάμι …
Τ΄ αχείλι της σκισμένο δεν σαλεύει
να δώσει πάλι δίκια απόκριση στα όσα της λέγαν
σε μας παράδωσε το μετερίζι της τιμής της.
Ηταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες
όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε την ντροπή
να δούνε τι μας καρτερεί και μας που ανταρτέψαμε
μα κείνες τήνε κλάψανε και τη μοιρολογήσανε
την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν
στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,
για θυγατέρα τους την ελογάριασαν·
με τ΄ ακριβό σταμνί του δρόμου της επλύναν
το κέρινό της πρόσωπο το παιδιακίσιο με τα δυο
γεφυρωτά της φρύδια απ΄ όπου εδιάβηκεν
η Λευτεριά με την Αγάπη για να παν αντίπερα
σ΄ άλλους καιρούς καλύτερους κι ειρηνεμένους.
Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι
παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της
και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα
να σειέται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα
κι η φούντα της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.
Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής
για να της πει τ΄ αξέχαστο τραγούδι,
εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στην καλαμιά
δεν τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω
σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω
μαζί με τ΄ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω …